φιλοψυχέω
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
English (LSJ)
love one's life, with collat. sense of to be cowardly or faint-hearted, Tyrt.10.18, E.Hec.315, Heracl.518,533, D.60.28, etc.; φ. ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς Lys.2.25.
German (Pape)
[Seite 1289] sein Leben lieben, schonen, furchtsam, zaghaft sein; Tyrt. 1, 18; Eur. Hec. 315 Mel. 1385 u. öfter; Lys. 2, 25; vgl. Phryn. in B. A. 71; – φιλοψυχητέον, man muß das Leben lieben, Plat. Gorg. 512 e.
French (Bailly abrégé)
φιλοψυχῶ :
aimer la vie, tenir à la vie ; être lâche.
Étymologie: φιλόψυχος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοψῡχέω: дорожить своей жизнью, цепляться за жизнь Eur., Plat., Dem., Plut.: ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς οὐ φιλοψυχήσαντες Lys. по доблести (своей) не пожалевшие отдать жизнь.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοψῡχέω: ἀγαπῶ τὴν ζωήν μου, συμπαρομαρτούσης καὶ τῆς σημασίας τῆς δειλίας, εἶμαι δειλός, μικρόψυχος, Τυρταῖος 7. 18, Εὐρ. Ἑκ. 315, Ἡρακλ. 518, 533, Δημ. 1397. 27, κλπ.· ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς Λυσίας 193. 2.
Greek Monotonic
φῐλοψῡχέω: μέλ. -ήσω (φιλόψυχος), αγαπώ τη ζωή μου, είμαι δειλός ή μικρόψυχος, σε Τυρτ., Ευρ.
Middle Liddell
φῐλοψῡχέω, fut. -ήσω φιλόψυχος
to love one's life: to be cowardly or faint-hearted, Tyrtae., Eur.