ἀνταξιόω
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
demand as an equivalent or in turn, Th.6.16: c. dupl. acc., ἀνταξιῶσαι δωρεὰν αὐτόν Machoap.Ath.13.570a.
Spanish (DGE)
pedir a su vez τὰ ἴσα νέμων τὰ ὁμοῖα ἀνταξιούτω Th.6.16
•c. doble ac. ἀνταξιῶσαι δωρεὰν καὐτόν Macho 228.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen, als Preis verlangen, τὰ ὅμοια Thuc. 6, 16.
French (Bailly abrégé)
ἀνταξιῶ :
réclamer en retour.
Étymologie: ἀντάξιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταξιόω: требовать взамен (τὰ ὁμοῖα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταξιόω: ἀνταπαιτῶ, ἢ τὰ ἴσα νέμων τὰ ὁμοῖα ἀνταξιούτω Θουκ. 6. 16˙ μετὰ διπλῆς αἰτ., ἀνταξιῶσαι δωρεὰν καὐτόν τινα Μάχων παρ’ Ἀθην. 579Α.
Greek Monotonic
ἀνταξιόω: μέλ. -ώσω, απαιτώ ως ισότιμο ή ως αντάλλαγμα, σε Θουκ.