ἄζωστος
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ἄζωστον, (ζώννυμι) ungirt, from haste, Hes.Op.345, Call.Fr. 225; not girded, Pl.Lg.954a; unarmed, SIG527.140 (Dreros, iii B. C.), Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 que no se ha ceñido el cinturón, a medio vestir γεῖτονες ἄ. ἔκιον ref. a los vecinos que acuden prestos a ayudar a alguien, Hes.Op.345, αἱ Λακεδαιμόνιαι κόραι διημερεύουσιν ἄ. καὶ ἀχίτωνες ἱματίδιον ἔχουσαι πεπορπημένον ἐφ' ἐκατέρου τῶν ὤμων Sch.E.Hec.934, cf. Call.Fr.620a, de un escita, Luc.Scyth.3, ἔν τε τοῖς χιτῶσιν ἄζωστοι ἐσκεδάννυτο D.C.74.1.2.
2 desarmado, que no se ha revestido con la indumentaria guerrera, de los jóvenes cretenses mientras forman parte de la ἀγέλα ICr.1.9.1.140 (Drero III/II a.C.), ἄ.· ἀθώραξ, ἄνοπλος, ἄστολος Hsch. (cf. πανάζωστος).
II de vestidos desceñido γυμνὸς ἢ χιτωνίσκον ἔχων ἄ. Pl.Lg.954a, χιτῶνες D.C.63.13.3.
German (Pape)
[Seite 44] ungegürtet, Hes. O. 343; Plat. Legg. XII, 954 a; Plut. oft, nach VLL. auch ἄζωτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la ceinture est dénouée.
Étymologie: ἀ, ζώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄζωστος -ον [ἀ-, ζώννυμι zonder gordel, zonder ceintuur.
Russian (Dvoretsky)
ἄζωστος: неподпоясанный Hes., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἄζωστος: -ον, (ζώννυμι) ὁ μὴ ἐζωσμένος ἕνεκα σπουδῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 343, καθόλου μὴ ἐζωσμένος, Πλάτ. Νόμ. 954Α.
Greek Monotonic
ἄζωστος: -ον (ζώννυμι), αυτός που δεν έχει ζωστεί λόγω βιασύνης, σε Ησίοδ.