πεφροντισμένως
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
Adv., (φροντίζω) carefully, Str.15.1.2, D.S.12.40, Ph.2.214, J.AJ15.2.7, Antyll. ap. Orib.44.8.7, Themist.Ep.8, etc.; π. ἔχειν Ael.NA3.33.
German (Pape)
[Seite 607] (φροντίζω), kluger Weise; D. Sic. 12, 40; Strab.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec prudence.
Étymologie: πεφροντισμένος, part. pf. Pass. de φροντίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεφροντισμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φροντίζω, zorgvuldig.
Russian (Dvoretsky)
πεφροντισμένως: рассудительно, разумно Diod.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με φροντίδα, με σύνεση
2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» — δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος του φροντίζω.
Greek Monotonic
πεφροντισμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φροντίζω, επιμελώς, με προσοχή, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
πεφροντισμένως: Ἐπίρρ. τοῦ φροντίζω, ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Στράβ. 685, Διόδ. 12. 40, κτλ.· π. ἔχειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 33.