ξενοκτονέω

From LSJ
Revision as of 07:38, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοκτονέω Medium diacritics: ξενοκτονέω Low diacritics: ξενοκτονέω Capitals: ΞΕΝΟΚΤΟΝΕΩ
Transliteration A: xenoktonéō Transliteration B: xenoktoneō Transliteration C: ksenoktoneo Beta Code: cenoktone/w

English (LSJ)

Ion. ξεινοκτονέω, slay guests or slay strangers, Hdt.2.115, E.Hec.1247, D.S.4.18.

German (Pape)

[Seite 277] ion. ξεινοκτονέω, Fremde od. Gastfreunde tödten; Eur. Hec. 1347; Her. 2, 115 u. Sp., wie D. Sic. 4, 40 Luc. D. D. 16, 1.

French (Bailly abrégé)

ξενοκτονῶ :
1 tuer des hôtes ou des étrangers;
2 tuer son hôte.
Étymologie: ξενοκτόνος.

Russian (Dvoretsky)

ξενοκτονέω: ион. ξεινοκτονέω, убивать чужеземцев или убивать гостей Her., Eur., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοκτονέω: Ἰων. ξεινοκτ-, φονεύω τοὺς ξενιζομένους παρ’ ἐμοὶ ἢ ξένους, Ἡρόδ. 2. 115, Εὐρ. Ἑκ. 1247, Διόδ. 4. 18.
ΙΙ. φονεύω τὸν ξενίζοντά με, Εὐρ. Ι. Τ. 1021.

Greek Monotonic

ξενοκτονέω: Ιων. ξεινοκτ-,
I. φονεύω τους φιλοξενούμενούς μου ή τους ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ., ΙI. σκοτώνω τον οικοδεσπότη μου, σε Ευρ.

Middle Liddell

ξενοκτονέω,
I. to slay guests or strangers, Hdt., Eur.
II. to slay one's host, Eur. [from ξενοκτόνος