ἀδημονία
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
ἡ, trouble, distress, Epicur.Fr.483, AP12.226 (Strat.), Plu.Num.4: pl., Ph.2.541.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀδημονίη Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-]
1 preocupación, perplejidad, turbación ψυχῆς Plu.Num.4, ἄγρυπνον ἀμπαύω θυμὸν ἀδημονίῃ AP 12.226 (Strat.), ἐν μεγάλῃ ταραχῇ καὶ ἀδημονίᾳ T.Iob 20.7, cf. Sm.Ez.12.19, Them.Or.20.235a, Apoll.Fr.53, Cyr.Al.Luc.1.340, Origenes en Cat.Ps.118 Pal.28b.7
•en plu. διὰ τὰς ἀμέτρους καὶ ἀτελευτήτους ἀδημονίας Ph.2.541.
2 ἀδημονία· θαῦμα Hsch.
German (Pape)
[Seite 33] ἡ, Angst, Betrübnis, Plut. Num. 4; Strat. 68 (XII, 226); Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
inquiétude, tourment.
Étymologie: v. ἀδημονέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀδημονία: ἡ беспокойство, волнение, тревога Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδημονία: ἡ, ἀνησυχία, θλῖψις, Ἀνθ. Π. 12, 226, Πλουτ. Νουμ. 4 (ἴδε τὸ προηγ.).