Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐντερόνεια

From LSJ
Revision as of 07:45, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντερόνεια Medium diacritics: ἐντερόνεια Low diacritics: εντερόνεια Capitals: ΕΝΤΕΡΟΝΕΙΑ
Transliteration A: enteróneia Transliteration B: enteroneia Transliteration C: enteroneia Beta Code: e)ntero/neia

English (LSJ)

ἡ, = ἐντεριώνη, Hsch., Suid.; ἐ. εἰς τριήρεις timber for the ribs of a ship, belly-timber, Ar.Eq.1185 (with a pun on τοῖς ἐντέροις), v. Sch.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ náut. panza, cala del barco, Ar.Eq.1185.

German (Pape)

[Seite 855] ἡ, das Holz zum untersten u. mittelsten Teile der Trieren, Ar. Equ. 1185, gehol. οἱ μὲν τὸ τῶν νεῶν ἔδαφος, οἱ δὲ τὰ ἐγκοίλια. Vgl. μήτρα. Der Accent so nach Hdn. bei Schol. a. a. O., falsch also ἐντερονεία. Vielleicht zusammengesetzt aus ἔντερον – ναῦς.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
intérieur d'un vaisseau, cale.
Étymologie: ἔντερον.
Syn. τὰ ἐγκοίλια.

Russian (Dvoretsky)

ἐντερόνεια: ἡ шутл. дерево для корабельного кузова (ἐ. εἰς τὰς τριήρεις Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντερόνεια: (οὐχὶ -εία, Δινδ. ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1185), ἡ, = ἐντεριώνη, Ἡσύχ., ἐπίτηδες αὔτ’ ἔπεμψέ σοι εἰς τὰς τριήρεις ἐντερόνειαν ἡ θεὸς, ξυλικὴν διὰ τὰς πλευρὰς τοῦ πλοίου, «τὰ ἐγκοίλια, τὰ ἀπὸ τῆς τρόπιδος ἀνερχόμενα ξύλα» (Σουΐδ., Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1185 (μετὰ λογοπαιγνίου ἀναφερομένου εἰς τὰ ἔντερα τὰ κομισθέντα ὑπὸ τοῦ Ἀλλαντοπώλου εἰς τὸν Δῆμον), Πολυδ. Β΄, 212.

Greek Monolingual

η (Α ἐντερόνεια)
1. η εντεριώνη
2. η εσωτερική επένδυση του πλοίου, τα μαδέρια ή τα χαλύβδινα ελάσματα που είναι προσηλωμένα καθέτως προς τους νομείς από την εσωτερική πλευρά.

Greek Monotonic

ἐντερόνεια: ἡ, ξυλεία πλοίου, τροφή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐντερόνεια, ἡ, [from ἔντερον
the timber of a ship, belly-timber, Ar.