παρανικάω
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
subdue to or for evil, pervert, A.Ch.600(lyr.).
German (Pape)
[Seite 491] besiegen, übertreffen, Aesch. Ch. 592, τί.
French (Bailly abrégé)
παρανικῶ :
vaincre, triompher de, acc..
Étymologie: παρά, νικάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-νικάω overwinnen.
Russian (Dvoretsky)
παρανῑκάω: победить, превзойти (τι Aesch.).
Greek Monotonic
παρανῑκάω: μέλ. -ήσω, καθυποτάσσω στο κακό, διαστρέφω, διαφθείρω, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παρανῑκάω: καθυποτάσσω, Αἰσχύλ. Χο. 600.