ἀποξυράω
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
or ἀποξυρέω, shave clean, c. dupl. acc., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν Hdt.5.35; ἀποξυρεῖν ταδί Ar.Th.215; ἀπεξύρησε ib.1043; τὴν κόμην ἀπεξύρησε Luc.Sacr.15:—Pass., τὰς κεφαλὰς ἀπεξυρημένοι Polyaen.7.35.1.
Spanish (DGE)
(ἀποξῠράω) uelἀποξῠρέω
rapar la cabeza c. ac. de pers. ὃς ἔμ' ἀπεξύρησε πρῶτον Ar.Th.1043, τῶν δούλων τὸν πιστότατον Hdt.5.35, cf. Aen.Tact.31.28, en v. pas. παίδων ἀπεξυρημένων D.C.58.19.2
•c. indic. de la parte en ac. o gen. αὐτὸν τὴν κεφαλήν Hp.Morb.2.12, τὸν ἑκατόνταρχον τῆς τε κεφαλῆς D.C.76.10.5, en v. pas., c. ac. de rel. αἰχμαλώτους ... τὰς κεφαλὰς ἀπεξυρημένους Polyaen.7.35.1
•sólo c. ac. de lo que cae τὴν κόμην Luc.Sacr.15
•afeitar ταδί esta (barba) Ar.Th.215
•en v. med. afeitarse τὸ γένειον Plu.Oth.2; cf. ἀποξύρω.
French (Bailly abrégé)
ἀποξυρῶ :
c. ἀποξυρέω.
Étymologie: ἀπό, ξυράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξῠράω: ἤ -έω, ὡς τὸ ἀποξύρω, ξυρίζω ἐνετελῶς, μετὰ διπλῆς αἰτ., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 5. 35˙ ἀποξυρεῖν ταδὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 215˙ ἀπεξύρησε αὐτόθι 1043˙ τὴν κόμην ἀπεξύρησε Λουκ. περὶ Θυσιῶν 15.
Greek Monotonic
ἀποξῠράω: ή -έω, μέλ. -ήσω, ξυρίζω εντελώς, ξυρίζω «γουλί», με διπλή αιτ. τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
1. to shave clean, c. dupl. acc., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν Hdt.
B. ἀποξύρω
1. Mid. to have oneself clean shaved, Plut.