ἧπαρ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ᾰτος, τό, (v. sub fin.)
A liver, Od.9.301, Gal.2.575, etc.; of various animals, as a favourite dish, κάπρου Ar.Fr.318.5; καπρίσκου Crobyl.7; [ἐρίφον] Euphro 1.23; εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἔχεις Eub.101, cf. Ath.3.106fsq., Poll.6.49; φασγάνῳ οὖτα καθ' ἧπαρ Il.20.469; παῖσαι ὑφ' ἧπαρ or πρὸς ἧπαρ, S.Ant.1315, E.Or.1063; ὑφ' ἧπαρ πεπληγμένη S.Tr.931; ὑφ' ἥπατος φέρειν, of pregnant women, E.Supp.919 (lyr.): as the seat of the passions, anger, fear, etc., A.Ag.432 (lyr.), 792 (anap.), Eu.135, E.Supp.599 (lyr.); χολὴν οὐκ ἔχεις ἐφ' ἥπατι Archil.131; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ . . δύη S.Aj.938; τήκειν ἧ. Call.Aet.Oxy. 2079.8, cf. Fr.222; of love, χαλεπὸς γὰρ ἔσω θεὸς ἧπαρ ἄμυσσεν Theoc. 13.71; τὸ μὲν θυμοειδὲς περὶ τὰν καρδίαν, τὸ δ' ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ ἧπαρ Ti.Locr.100a, cf. Plu.2.45of. II fruitful land, Agroetas ap. Sch.A.R.2.1248. III = ἥπατος, Plin.HN32.149. (I.-E. yēq[uglide]ṛt, cf. Lat. jecur, Skt. yákṛt.)
German (Pape)
[Seite 1173] ατος, τό, die Leber; ἧπαρ ἔδειρον δέρτρον ἔσω δύνοντες Od. 11, 577; φασγάνῳ οὖτα καθ' ἡπαρ Il. 20, 469; πρὸς στῆθος, ὅθι φρένες ἦπαρ ἔχουσιν Od. 9, 301; ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων Il. 11, 578; öfter Tragg. u. in Prosa; ἔφερον ὑφ' ἥπατος, von der schwangeren Frau, Eur. Suppl. 919; vgl. Bion. 4, 85. – Oft als Sitz der Empfindungen und Leidenschaften, bes. des Zorns u. der Liebe, Tim. Locr. 100 a τῶ ἀλόγω μέρεος τὸ ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ ἧπαρ, wo wir Nieren oder Herz sagen; so Aesch. ἄλγησον ἧπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν, Eum. 130; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται Ag. 766; Ch. 270; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ γενναία δύη Soph. Ai. 918; ὥς μ οι ὑφ' ἥπατι δεῖμα χλοερὸν ταράσσει Eur. Suppl. 599; von der Liebe, ἧπαρ ἄμυσσεν Theocr. 13, 71, vgl. 11, 16. – Nach Plin. H. N. 32, 11, 53 auch = ἥπατος.