ποιμενική
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ἡ ποιμενική (sc. τέχνη) = art of shepherding Pl.R. 345d.
Russian (Dvoretsky)
ποιμενική: ἡ (sc. τέχνη) искусство пастьбы Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
French (Bailly abrégé)
ἡ ποιμενική (τέχνη) PLAT l'art de faire paître les troupeaux.
Étymologie: ποιμήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἡ ποιμενική (sc. τέχνη) vak van herder Plat. Resp. 345d.