αὐτοσίδηρος

From LSJ
Revision as of 10:05, 16 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ",," to ",")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσίδηρος Medium diacritics: αὐτοσίδηρος Low diacritics: αυτοσίδηρος Capitals: ΑΥΤΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: autosídēros Transliteration B: autosidēros Transliteration C: aftosidiros Beta Code: au)tosi/dhros

English (LSJ)

[ῐ], Dor. αὐτοσίδαρος, ον, of sheer iron, ἅμιλλα αὐ. 'with cold steel', E.Hel.356 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 402] ganz von Eisen, Eur. Hel. 356.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout de fer.
Étymologie: αὐτός, σίδηρος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσίδηρος: весь из железа: ἅμιλλα αὐ. Eur. удар железом.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσίδηρος: -ον, ἐξ αὐτοῦ τοῦ σιδήρου, σιδηροῦς, ἅμιλλα αὐτ., κτύπημα ξίφους, Εὐρ. Ἑλ. 356.

Greek Monolingual

αὐτοσίδηρος, -ον (Α)
φρ. «ἅμιλλα αὐτοσίδηρος» — μονομαχία με σιδερένιο σπαθί (Ευρ.).

Greek Monotonic

αὐτοσίδηρος: [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το χτύπημα του ξίφους, σε Ευρ.

Middle Liddell

of sheer iron, with stroke of sword, Eur.