ὑδρόρροια
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
English (LSJ)
ἡ, = ὑδρορρόα (watercourse, conduit, canal, sluice, gutter, spout) I, Plb. 4.57.8.
German (Pape)
ἡ, = ὑδρορρόα; Lobeck Phryn. p. 492; Pol. 4.57.8; ὑδρορρόα, ἡ, auch ὑδρορρόη,
1 Wasserlauf, Wasserrinne, Wassergosse, Dachtraufe, Ar. Vesp. 126, Ach. 886.
2 = ὕδρωψ, B.A. 312.
3 eine verborgene Meerklippe, Schol. Ar. Ach. 886.
French (Bailly abrégé)
ὑδρορρόα, ας (ἡ) :
1 canal;
2 gouttière.
Étymologie: ὕδωρ, ῥοή.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρόρροια: ἡ Polyb. = ὑδρορρόα 1 ( канал или канава).
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρόρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 4. 57, 8· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.
Greek Monolingual
η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ υδρορόος
νεοελλ.
ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα του σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα του πρόσθιου ή του μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού κατά την εγκυμοσύνη
αρχ.
οχετός, αυλάκι νερού.