ὑδρόρροια

From LSJ
Revision as of 07:32, 18 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρόρροια Medium diacritics: ὑδρόρροια Low diacritics: υδρόρροια Capitals: ΥΔΡΟΡΡΟΙΑ
Transliteration A: hydrórroia Transliteration B: hydrorroia Transliteration C: ydrorroia Beta Code: u(dro/rroia

English (LSJ)

ἡ, = ὑδρορρόα (watercourse, conduit, canal, sluice, gutter, spout) I, Plb. 4.57.8.

German (Pape)

ἡ, = ὑδρορρόα; Lobeck Phryn. p. 492; Pol. 4.57.8; ὑδρορρόα, ἡ, auch ὑδρορρόη,
1 Wasserlauf, Wasserrinne, Wassergosse, Dachtraufe, Ar. Vesp. 126, Ach. 886.
2ὕδρωψ, B.A. 312.
3 eine verborgene Meerklippe, Schol. Ar. Ach. 886.

French (Bailly abrégé)

ὑδρορρόα, ας (ἡ) :
1 canal;
2 gouttière.
Étymologie: ὕδωρ, ῥοή.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρόρροια: ἡ Polyb. = ὑδρορρόα 1 ( канал или канава).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρόρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 4. 57, 8· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.

Greek Monolingual

η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ υδρορόος
νεοελλ.
ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα του σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα του πρόσθιου ή του μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού κατά την εγκυμοσύνη
αρχ.
οχετός, αυλάκι νερού.