κυματοαγής

From LSJ
Revision as of 06:46, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτοᾱγής Medium diacritics: κυματοαγής Low diacritics: κυματοαγής Capitals: ΚΥΜΑΤΟΑΓΗΣ
Transliteration A: kymatoagḗs Transliteration B: kymatoagēs Transliteration C: kymatoagis Beta Code: kumatoagh/s

English (LSJ)

κυματοαγές, (ἄγνυμι) breaking like waves, ἆται S.OC1243 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1530] ές, Wogen brechend, bei Soph. O. C. 1245 ch. δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται, das wie Wogen anstürmende u. sich brechende, brandende Unheil.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se brise comme les vagues.
Étymologie: κῦμα, ἄγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτοᾱγής: разбивающийся наподобие (набегающей) волны (ᾆται Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ ῥηγνύμενος ὡς κῦμα, δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται Σοφ. Ο. Κ. 1243.

Greek Monolingual

κυματοαγής, -ές (Α)
αυτός που εκδηλώνεται ή ξεσπά σαν το κύμα («δεινοὶ κυματοαγεῖς ἆται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -αγής (< ἀγή «σπάσιμο» < ἄγνυμι «σπάζω»)].

Greek Monotonic

κῡμᾰτοᾱγής: -ές (ἄγνυμι), αυτός που ξεσπάει όπως τα κύματα, σε Σοφ.

Middle Liddell

κῡμᾰτο-ᾱγής, ές ἄγνυμι
breaking like waves, Soph.