παραδυναστεύω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A reign beside or with another, Th.2.97, D.C.53.19.
2 have great influence or authority with, c. dat., Id.75.14, Jul. Mis.365a.
German (Pape)
[Seite 478] neben od. mit Einem herrschen, Thuc. 2, 97 u. Sp., wie D. Cass. 53, 19.
French (Bailly abrégé)
exercer le pouvoir à côté de ou avec, τινι.
Étymologie: παρά, δυναστεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-δυναστεύω heersen naast.
Russian (Dvoretsky)
παραδῠναστεύω: участвовать в управлении, совместно править, делить власть (τινί Thuc.).
Greek Monolingual
ΜΑ
ασκώ ισχύ ή επιρροή σε κάποιον
αρχ.
βασιλεύω κοντά σε κάποιον ή μαζί με κάποιον, συμβασιλεύω.
Greek Monotonic
παραδῠναστεύω: μέλ. -σω, εξουσιάζω μαζί με κάποιον άλλο, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παραδῠναστεύω: δυναστεύω παρά τινι, ἢ σύν τινι, Θουκ. 2. 97, Δίων Κ. 53. 19· - ἔχω μεγάλην ἰσχὺν παρά τινι, μετὰ δοτ., αὐτόθι 75· 14· - ἐντεῦθεν παραδυναστεία, Νικήτ. Χρον. 299. 11 (ἔκδ. Βόνν.)· καὶ -δυνάστευσις, αὐτόθι 14. 13, Βυζ.
Middle Liddell
fut. σω
to reign with another, Thuc.