αργά

From LSJ
Revision as of 14:01, 12 December 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀργά) επίρρ. [[[αργός]] II
1. σιγά, χωρίς βιασύνη
2. άκαιρα, παράκαιρα
3. το βραδάκι
4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας
5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα
6. ως ουσ. το βράδι
7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» — κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος
β) «κάλλιο αργά παρά ποτέ» — είναι προτιμότερο να κάνει κάποιος το καλό παράκαιρα από το να μην το κάνει καθόλου.