γομφόω

From LSJ
Revision as of 09:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γομφόω Medium diacritics: γομφόω Low diacritics: γομφόω Capitals: ΓΟΜΦΟΩ
Transliteration A: gomphóō Transliteration B: gomphoō Transliteration C: gomfoo Beta Code: gomfo/w

English (LSJ)

   A fasten with bolts or nails, esp. of ships, ἴκρια γομφώσαντες Nonn.D.40.447:—mostly in Pass., γεγόμφωται σκάφος the ship's hull is ready built, A.Supp.440, cf.Ar.Eq.463, AP11.248 (Bianor).    II metaph., curdle, γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν Emp.33.

German (Pape)

[Seite 501] durch γόμφοι verbinden, bes. von Schiffen; ἴκρια Nonn. 40, 448; sonst nur pass., γεγόμφωται σκάφος Aesch. Suppl. 435; ναῦς γομφωθεῖσα, fertig gezimmert, Bian. 9 (XI, 248); übertr. Ar. Equ. 461 μ' οὐκ ἐλάνθανεν τεκταινόμενα τὰ πράγματ' ἀλλ' ἠπιστάμην γομφούμεν' αὐτὰ καὶ κολλώμενα. Auch = Milch gerinnen machen, Empedocl. 193.

Greek (Liddell-Scott)

γομφόω: συναρμόζω, συνδέω διὰ γόμφων, ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἴκρια γομφώσαντες Νόνν. Δ. 40. 448·― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., γεγόμφωται σκάφος, τοῦ πλοίου τὸ κοίλωμα εἶναι ἕτοιμον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 430, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Ἀνθ. Π. 11. 248. ΙΙ. μεταφ., γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν, ὡς τὸ ἔπηξεν, τὸ συνέπηξεν, Ἐμπεδ. 193.