ληνός

From LSJ
Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληνός Medium diacritics: ληνός Low diacritics: ληνός Capitals: ΛΗΝΟΣ
Transliteration A: lēnós Transliteration B: lēnos Transliteration C: linos Beta Code: lhno/s

English (LSJ)

Dor. λᾱνός Theoc.7.25, IG14.150.5 (Syracuse): ἡ:—

   A anything shaped like a tub or trough, Hp.Mochl.38; esp.    1 winevat in which the grapes are pressed, PCair.Zen.300.15 (iii B.C.), Theoc.7.25, 25.28, D.S.3.63.    2 trough, for watering cattle, watering-place for them, h.Merc.104, LXX Ge.30.38,41.    3 = κάρδοπος, kneading-trough, Men.116.    4 socket into which the mast fitted, = ἱστοπέδη, Asclep.Myrl. ap. Ath.11.474f, Poll.1.91.    5 coffin, Pherecr.5, CIG1979, al. (Thessalonica), IGl.c.    6 part of the brain, the meeting-point of the sinuses of the dura mater, still called torcular Herophili, Herophil. ap. Gal.2.712, cf. UP9.6.    7 hollow of a chariot, Hsch. (pl.).    8 in pl., the lower parts of the nose, Poll.2.80.

German (Pape)

[Seite 40] ἡ, auch ὁ, alles kusen-, wannenförmige; – a) der Trog zum Tränken des Viehes, H. h. Merc. 104, Philostr. u. a. – b) gew. die Kufe, in welche die zu kelternden Weintrauben geworfen werden, Kelter, nach B. A. 277 γεωργικὸν σκεῦος, ἀγγεῖον δεκτικὸν οἴνου ξύλινον, ib. 71 αἷς τοὺς βότρυς πατοῦσιν; Theocr. 25, 28 u. öfter, wie in der Anth.; D. Sic. 3, 63 u. sonst in Prosa. – c) der Sarg, B. A. 51; vgl. Poll. 10, 150 u. daselbst Phereer. – d) Backtrog, Men. Poll. 7, 22. – e) nach Ath. XI, 474 f der Stand, in den der Mastbaum mit seinem unteren Ende eingefügt wird; vgl. Poll. 1, 91. – Nach Hesych. auch der Kutschensitzkasten. – Bei Poll. 2, 80 der untere Theil der Nasenspitze.

Greek (Liddell-Scott)

ληνός: Δωρ. λᾱνός, οῦ, ἡ, ὡς τὸ Λατ. lacus, alveus πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα κάδου ἢ σκάφης, Ἱππ. Μοχλ. 865· κυρίως, 1) ὡς καὶ νῦν, ὁ ληνός, τὸ «πατητῆρι», Θεόκρ. 7. 25., 25. 28, Διόδ. 3. 63. 2) σκάφη πρὸς πότισιν κτηνῶν, «ποτίστρα», Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 104, Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 38, 41). 3) = κάρδοπος, σκάφη τοῦ ζυμώματος, Μένανδρος ἐν «Δημιουργῷ» 3. 4) τὸ μέρος τὸ ὑποδεχόμενον τὸν ἱστὸν πλοίου, ἱστοθήκη, ὃ ἀλλαχοῦ ὀνομάζεται ἱστοπέδη καὶ ἱστοδόκη, «τοῦ ἱστοῦ τὸ μὲν κατωτάτω πτέρνα καλεῖται, ἣ ἐμπίπτει εἰς τὸν ληνὸν» Ἀθήν. 474F (ἔνθα εἶναι ἀρσεν.), Πολυδ. Α΄, 91. 5) σορός, νεκροθήκη, Φερεκράτης ἐν «Ἀγρίοις» 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 1979, -81, -93· πρβλ. Bentl. Corresp. σ. 287. 6) μέρος τι τοῦ ἐγκεφάλου, πιθαν. τὸ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον «ληνὸς Ἡροφίλου», torcular Herophili, Ἡρόφιλος παρὰ Γαλην. 2. 712. 7) ἡ κοιλότης ἁρματίου δίφρου, Ἡσύχ. 8) ἐν τῷ πληθ., τὸ κατώτερον μέρος τῆς ῥινός, Πολυδ. Β΄, 80. 9) κατὰ τὸν Σουΐδ. «ληνὸς καὶ προλήνιον αἱ ἐκκλησίαι παρὰ τῷ Δαβὶδ (Ψαλμ. Η΄, 1)» - «ληνοβάται οἱ ἱερεῖς».