ὀλβιόδωρος
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
ον,
A bestowing bliss, χθών (as v.l. for βιόδωρος) E.Hipp.749 (lyr.) ; μέθυ AP11.60.9 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 318] Glück gebend, spendend, χθών, Eur. Hipp. 750.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβιόδωρος: -ον, ὁ δωρούμενος ὄλβον, ὁ παρέχων εὐτυχίαν, χθὼν ὀλβ. Εὐρ. Ἱππ. 750. ― οὕτως, ὀλβιο-δώτης, ου, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ὁ πάροχος μακαριότητος, Ὀρφ. Ὕμν. 33. 2· θηλ. -δῶτις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 2, κτλ.