εὐπάλαμος
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
[πᾰ], ον,
A handy, skilful, ingenious, of persons, Phoronis Fr.2, Nonn.D.5.216, al.: more freq. in the abstract, inventive, μέριμνα A.Ag.1531 (lyr.); Ἔρως Orph.H.58.4; σοφίη IG14.967. 2 skilfully wrought, ὕμνοι Cratin.70, cf. Nonn.D.17.146, al. b easily manipulated, Ph.Bel.60.47.
German (Pape)
[Seite 1086] mit geschickter Hand, kunstreich, erfinderisch; Ἔρως Orph. H. 57, 4; σοφία Nicomed. ep. (App. 15) (s. das Vorige); – kunstreich gearbeitet, ὕμνοι Ar. Equ. 530; δεσμός Nonn. D. 17, 146.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάλᾰμος: -ον, ἐπιτήδειος εἰς τὸ κατασκευάζειν τι τεχνηέντως, εὐμήχανος, ἐπινοητικός, εὐπάλαμον μέριμναν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1531· ἔρως Ὀρφ. Ὕμν. 57. 4· σοφίη Ἀνθ. Π. παράρτ. 55. 2) καλῶς ἐξειργασμένος, ἔντεχνος, ὕμνοι Κρατῖνος ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 530.