ἀντίτομος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, (ἀντιτέμνω)
A cut as a remedy for an evil:—Subst. ἀντίτομον, τό, remedy, antidote, h.Cer.229, Hsch.; ἀντίτομα ὀδυνᾶν antidotes for pains, Pi.P.4.221. II having opposite curvatures for cutting, Paul.Aeg.6.30.
German (Pape)
[Seite 262] als Gegenmittel zu gebrauchen, φάρμακον, was auch fehlt, z. B. φαρμακώσαισ' ἀντίτομα ὀδυνᾶν Pind. P. 4, 221; vgl. H. h. Cer. 229.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίτομος: -ον, (ἀντιτέμνω) ὁ τεμνόμενος ὡς θεραπεία κακοῦ τινος: - ἀντίτομον, τό, φάρμακον, ἀντίδοτον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229· ἀντίτομα ... ὀδυνᾶν, ἀντίδοτα ὀδυνῶν, Πινδ. Π. 4. 394.