ἀρραβών

From LSJ
Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρᾰβών Medium diacritics: ἀρραβών Low diacritics: αρραβών Capitals: ΑΡΡΑΒΩΝ
Transliteration A: arrabṓn Transliteration B: arrabōn Transliteration C: arravon Beta Code: a)rrabw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A earnest-money, caution-money, deposited by the purchaser and forfeited if the purchase is not completed, ἀ. δοῦναί τινος Is.8.20, cf. Arist.Pol.1259a12, Stilpoap.D.L.2.118, BGU446.18 (ii A. D.): pl., deposits required from public contractors, IPE12.32B34 (Olbia).    2 generally, pledge, earnest, τὴν τέχνην ἔχοντες ἀ. τοῦ ζῆν Antiph.123.6; τοῦ δυστυχεῖν . . ἀ. ἔχειν Men.697, cf. LXX Ge. 38.17,18, Ep.Eph.1.14.    3 present, bribe, Plu.Galb.17. (Semitic, prob. Phoenician, word, Hebr. 'ērābōn: freq. written ἀραβών, UPZ 67.14 (ii B.C.), Ep.Eph. l. c., etc.)    II ἀρραβών· πρόδομα, καὶ ἄγκιστρον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρᾰβών: -ῶνος, ὁ, χρηματικὴ προκαταβολὴ προκαταβαλλομένη ὑπὸ τοῦ ἀγοραστοῦ, κοιν. «καπάρον», Λατ. arrhabo arrha, «ἡ ἐν ταῖς ὠναῖς παρὰ τῶν ὠνουμένων διδομένη πρώτη καταβολὴ ὑπὲρ ἀσφαλείας» (Σουΐδ), ἀρραβῶνα δοῦναί τινος Ἰσαῖος 71. 20, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 1. 4, 5· κατὰ πληθ. χρηματικαὶ καταθέσεις ἀπαιτούμεναι παρὰ τῶν μετὰ τοῦ δημοσίου συμβαλλομένων, καὶ εὐθὺς ἐνέγκαι εἰς τὴν ἐκκλησίαν χρυσοῦς πεντακοσίους εἰς τοὺς ἀρραβῶνας Ψήφισμ. Ὀλβιοπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 2) καθόλου, ἐγγύη, ἀσφάλεια, ἡμεῖς δ’ ἔχοντες ἀρραβῶνα τὴν τέχνην τοῦ ζῆν ἀεὶ πεινῶμεν Ἀντιφάνης ἐν «Κναφεῖ» 1, 6· τοῦ δυστυχεῖν... ἀρρ. ἔχειν Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 148· ἐνέχυρον, Ἑβδ. (Γεν. λη΄, 17, 18), Ἐπιστ. π. Ἐφ. α΄, 14. 3) = μνηστεία Βαλσαμ. ἐν Νομοκάν. 13. 3, προσέτι = τῇ λέξει μνῆστρον· «μνῆστρον, ὁ τοῦ γαμβροῦ ἀρραβὼν» Λεόντ. Νεαρ. 172. - Ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλ. ὑπάρχει ἰδία τελετὴ ἀρραβῶνος, «ἀκολουθία ἐπὶ μνήστροις, ἤτοι τοῦ ἀρραβῶνος» Εὐχολόγ. σ. 238. (Λέξις καθαρῶς Σημιτική, πιθ. Φοινικική, Ἑβραϊστί: èrâvôn, ἣν οἱ Ἑβδομ. μετέφρασαν ἀρραβὼν ἐν Γεν. ἔνθ. ἀνωτ.: ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἀπαντᾷ τρίς, ἴδε Γεσένιον).