Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναρτάω

From LSJ
Revision as of 10:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)
Pindar, Pythian, 3.61f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρτάω Medium diacritics: ἀναρτάω Low diacritics: αναρτάω Capitals: ΑΝΑΡΤΑΩ
Transliteration A: anartáō Transliteration B: anartaō Transliteration C: anartao Beta Code: a)narta/w

English (LSJ)

   A hang to or upon, ὀνάρταις (Aeol. pres. part.) χέρρας ὐμ ἐμμάτων Alc.Supp.4.21; λαιμὸν ἀ. μελάθρῳ A.R.3.789; hang up, ἑαυτόν Plu.2.841a; τὸ ζῆν ib.314b:—but mostly,    2 metaph., attach to, make dependent upon, δήμῳ . . μήτε πᾶν ἀναρτήσῃς κράτος E. Fr.626.1; ἀ. ἑαυτὸν εἰς δῆμον D.Ep.3.23; ἐς θεοὺς ἀ. τι leave it depending upon them, E.Ph.705; Rhet., ἀ. τι τῇ ὑποστάσει Aristid.Rh.1p.480S.    3 keep in suspense, Alciphr.1.22; uplift, ταῖς ὑποσχέσεσι Lib.Decl.33.26.    4 suspend, i. e. withhold, c. dat., τὸ σιτηρέσιόν τινι Just.Nov.88.2.1.    II Pass., to be hung up, παραδείγματα ἀνηρτημένους as examples, Pl.Grg.525c.    2 depend upon, ἔκ τινος Id.Ion533e: metaph., ἐλπίσιν ἐξ ἐλπίδων ἀναρτωμένους clinging to one hope after another, D.19.18; ἀνηρτῆσθαι εἰς . . to be referred or referable to... τὰ ἁμαρτήματα . . εἰς θεὸν ἀνηρτημένα τιμωρόν Pl.Lg.729e; τὰ ἄλλα πάντα εἰς τὴν ψυχὴν ἀ. Id.Men.88e; ὅτῳ ἀνδρὶ εἰς ἑαυτὸν ἀνήρτηται πάντα Id.Mx.247e; ἀνηρτημένοι ταῖς ὄψεσιν πρός τινα hanging on one with their eyes, Plu.Oth.3; ταῖς ἐπιθυμίαις εἴς τι Id.2.989d; ἀνηρτημένοι ταῖς ψυχαῖς in suspense, D.S.33.5.    III Med., also with pf. Pass., = Act., D.H.11.46: hence, attach to oneself, make dependent upon one, τινά X.Cyr.1.4.1; subdue, ib.1.1.5.

German (Pape)

[Seite 206] 1) auf-, anhängen, τινός, an etwas, Ap. Rh. 3, 789; übertr., ἐλπίσι τινὰ ἀναρτᾶν, Einen durch Hoffnung spannen, sowohl aufrichten, als ungewiß machen, εἰς τὸ θεῖον ἀνηρτῆσθαι ταῖς ἐλπίσι Plut. Num. 15. seine Hoffnung auf Gottgesetzt haben; vgl. εἰς θεοὺς ἀναρτᾶν Eur. Phoen. 712; αἱ ἐλπίδες ἀναρτηθεῖεν ἐς αὐτόν Pol. 10, 3; ἑαυτὸν εἴς τινα, sich an Jemand hängen, sich auf ihn verlassen, Dem. ep. 3 p. 1480, 5; ἀνήρτηται εἰς ἑαυτὸν πάντα τὰ πρὸς εὐδαιμονίαν φέροντα ἀνδρί Plat. Menex. 247 e, der alles von sich abhängig gemacht, auf sich begründet hat; vgl. εἰς τὴν ψυχὴν ἀνηρτῆσθαι Men. 88 e; Legg. V, 729 e; ἡ δύναμις ἐξ ἐκείνης τῆς λίθου ἀνήρτηται, haftet an jenem Steine, Ion. 533 e; ἐκ τοῦ ἐμοῦ νεύματος ἀνηρτημένος, von meinem Winke abhängig, Luc. Tim. 5; ἀνηρτημένοι ταῖς ὄψεσιν πρός τινα Plut. Otho 3. – Med., τινά, Jemanden für sich gewinnen, Xen. Cyr. 1, 4, 1. 2, 2, 29; φῦλα, sich unterwerfen, 1, 1, 5. – 2) ἀνηρτημένος ποιεῖν, ἔρδειν, der sich vorgenommen hat, etwas zu thun, Her. 1, 90. 6, 88.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρτάω: κρεμῶ ἐπάνω εἴς τι ἢ ἔν τινι, λαιμὸν ἀναρτήσασα μελάθρῳ, ἐν μελάθρῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 789: - κρεμῶ, ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 841Α· βρόχῳ τὸ ζῆν ἀνήρτησε αὐτόθι 314Α: - ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, 2) μεταφ., ἐξαρτῶ τι ἔκ τινος, δήμῳ... μήτε πᾶν ἀναρτήσῃς κράτος Εὐρ. Ἀποσπ. 628· ἀν. ἑαυτὸν εἰς δῆμον Δημ. 1480. 5· ἐς θεοὺς ἀν. τι, ἀφίνω τι νὰ ἐξαρτᾶται ἐξ αὐτῶν, Εὐρ. Φοίν. 705. 3) ἀφίνω ἢ κρατῶ τι μετέωρον, Ἀλκίφρων 1. 22. ΙΙ. παθ., κρέμαμαι, παραδείγματα ἀνηρτημένους, κρεμαμένους ὡς παραδείγματα, Πλάτ. Γοργ. 525C. 2) μεταφ., ἐξαρτῶμαι, ἔκ τινος Πλάτ. Ἴων 533Ε· ἐλπίσιν ἐξ ἐλπίδων ἀνηρτημένους, ἐξηρτημένους νῦν μὲν ἐκ τούτων ἔπειτα δὲ ἐξ ἄλλων ἐλπίδων, Δημ. 346. 27: - ἀνηρτῆσθαι εἰς.., ἀναφέρεσθαι εἰς .., τὰ ἁμαρτήματα.. εἰς θεὸν ἀνηρτημένα τιμωρὸν Πλάτ. Νόμ. 729Ε· τὰ ἄλλα πάντα εἰς τὴν ψυχὴν ἀν. ὁ αὐτ. Μένων 88Ε· ὅτῳ πάντα εἰς ἑαυτὸν ἀνήρτηται, ὄστις ἔχει τὰ πάντα ἐξ ἑαυτοῦ ἐξαρτώμενα, ὁ αὐτ. Μενέξ. 247Ε· ἀνηρτημένοι ταῖς ὄψεσι πρός τινα, ἔχοντες ἀδιαλείπτως τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἴς τινα, Πλουτ. Ὄθ. 3· ταῖς ἐπιθυμίαις εἴς τι ὁ αὐτ. 2. 989D· ἀνηρτημένοι ταῖς ψυχαῖς, ὄντες ἐν ἀμφιβολίᾳ ἢ ἀνησυχίᾳ, Διόδ. ἀποσπ. 2, σ. 593. 628. ΙΙΙ. μέσ., ὡσαύτως μετὰ πρκμ. παθ., = τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. 11. 46: - Ἐντεῦθεν, κάμνω τινὰ νὰ προσκολληθῇ εἰς ἐμέ, κάμνω αὐτὸν νὰ μὲ ἀγαπᾷ καὶ νὰ ἐνδιαφέρηται δι’ ἐμέ, ταχὺ δὲ τοὺς πατέρας αὐτῶν ἀνήρτητο Ξεν. Κύρ. 1. 4, 1· ὡσαύτως, προσαρτῶ εἰς τὸ κράτος μου, ὑποτάσσω, αὐτόθι 1. 1, 5.