κλειτοριάζω
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
A touch the κλειτορίς, Ruf.Onom.111, Hsch., Suid.:— also κλειτορ-ίζω, v.l. in Poll.2.174.
German (Pape)
[Seite 1448] die κλειτορίς berühren, E. M. 590, 15.
Greek (Liddell-Scott)
κλειτοριάζω: -ίζω, ψηλαφῶ, ψαύω τὴν κλειτορίδα, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― Κατὰ Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».