ἀνερμάτιστος

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερμάτιστος Medium diacritics: ἀνερμάτιστος Low diacritics: ανερμάτιστος Capitals: ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anermátistos Transliteration B: anermatistos Transliteration C: anermatistos Beta Code: a)nerma/tistos

English (LSJ)

ον,

   A without ballast, ὥσπερ τὰ ἀ. πλοῖα Pl.Tht.144a; unstable, Olymp.in Mete.147.4, cf. Gal.UP2.14.    2 metaph., ἀ. τράπεζα an empty table, Plu.2.704b; unstable, εἶδος Dam.Pr.413; also of persons, without ballast, Ph.2.451, Plu.2.501d, Plot.1.8.8; ἀ. ἐαθέντα τὰ μεγάλα Longin.2.2.

German (Pape)

[Seite 226] nicht mit Ballast beschwert, πλοῖα Plat. Theaet. 144 a; τράπεζα, unbesetzt, Plut. Symp. 7, 4, 6. Dah. schwankend, unbeständig, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερμάτιστος: -ον, ὁ ἄνευ ἕρματος, ἤτοι «σαβούρας», ὥσπερ τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. τράπεζα, κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, μετέωρος, ἄστατος, αὐτόθι 501D, «κοῦφος τὴν διάνοιαν» Πολυδ. Ε΄, 121, - «ἀνερμάτιστος ναῦς· κούφη σαβούρας» Ἡσύχ. - Ρουγκ. Λογγῖν. 2. 2. - Ἐπίρρ. -στως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1713, ἔκδ. Μί.