καταδείδω
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
only in aor. -δεῖσαι, and (in Phalar. infr. cit.) fut. -δείσειν:—
A fear greatly, τι Ar.Pax759 (anap.), And.4.1, Th.2.93; τὸν Ἀχιλλέα Jul.Or.2.53b; περί τινος Ph.2.102; μή . . ib.590. II put into great fear, scare, Phalar.Ep.91.
German (Pape)
[Seite 1345] s. δείδω, nur im aor.) καταδεῖσαι, sehr fürchten, τί, Ar. Pax 759; Andoc. 4, 1. 2; τὸν κίνδυνον Thuc. 2, 93; καταδείσαντες τοῦτον καὶ τὸ τούτου θράσος Dem. 21, 20; Sp.; περί τινος, Phil. – In Phalar. epist. 84 findet sich καταδείσω in transit. Bdtg, in Furcht setzen, erschrecken.
Greek (Liddell-Scott)
καταδείδω: ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἀορ. -δεῖσαι, καὶ (παρὰ τῷ Φαλάριδι ἔνθα κατωτ.) μέλλ. -δείσειν: - μεγάλως φοβοῦμαι, τι Ἀριστοφ. Εἰρ. 759, Ἀνδοκ. 29. 5, Θουκ. 2. 93· περί τινος Φίλων 2. 102· μὴ…, αὐτόθι 590. ΙΙ. ἐμβάλλω εἰς μέγαν φόβον, πτοῶ, Φαλάρ. Ἐπ. 84.