σκαμβός

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμβός Medium diacritics: σκαμβός Low diacritics: σκαμβός Capitals: ΣΚΑΜΒΟΣ
Transliteration A: skambós Transliteration B: skambos Transliteration C: skamvos Beta Code: skambo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A crooked, bent, σ. ξύλον οὐδέποτ' ὀρθόν 'there's no straightening a crooked billet', Macar.7.69; of a cow's horns, dub. rest. in PBaden 19.5 (ii A.D.); esp. bent asunder, bow, of the legs, opp. βλαισός, Gp.19.2.1 (Comp.), cf. Gal.14.793, Hippiatr.102: metaph., καρδία σ. LXX Ps.100(101).3.

German (Pape)

[Seite 888] krumm, gebogen, bes. aus einander gebogen, von den Beinen, das lat. varus, Geop. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμβός: -ή, -όν, στραβός, κεκαμμένος, «στρεβλὸς» Ἡσύχ., σκ. ξύλον οὐδέποτ’ ὀρθὸν Παροιμιογρ.· μάλιστα δὲ ὁ κεκαμμένος κατ’ ἀναντίαν διεύθυνσιν, ἀντίθετον τῷ βλαισός, Γεωπ. 19. 2, 1· - μεταφορ., σκ. καρδία Ἑβδ. (Ψαλμ. Ρ΄, 4). - Ὁ Ἡσύχ. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει σκαμβάλυξ = σκαμβός, σκαμβάς = πόρνη, σκαμβυξ = σκόλοψ, χάραξ.