σφε
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek (Liddell-Scott)
σφε: μετ’ ἀποστρ. σφ’, αἰτ. ἀρσ. καὶ θηλ. τοῦ σφεῖς, = αὐτούς, αὐτάς, Ἰλ. Ι. 256, Σιμωνίδ. 98, Πινδ. Π. 5. 115, Αἰσχύλ. Θήβ. 630, 788, 864, Σοφ. Ο. Τ. 1505, Ο. Κ. 605, 1669, καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς˙ ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. (7. 170, μετὰ διαφόρ. γραφ. σφέας)˙ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς κωμικοῖς (διότι τὸ χωρίον τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1020 εἶναι μέρος χρησμοῦ χάριν παιδιᾶς), οὔτε παρὰ τοῖς πεζογράφοις. 2) ὡς αἰτιατ. τοῦ δυϊκοῦ, = αὐτώ, αὐτά, Ἰλ. Λ. 111, Ὀδ. Θ. 271, Φ. 192, 206. 3) ὡς αἰτ. οὐδ. πληθ. = αὐτά, Θεόκρ. 15. 80. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ ὡς ἑνικ. αἰτ. τοῦ ἵ, = αὐτόν, αὐτήν, Αἰσχύλ. Πρ. 9, Θήβ. 469, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 761, Ο. Κ. 40, Ἀντ. 44, Φιλ. 200, κ. ἀλλ., Εὐρ., πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 1253˙ οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. Ι. 6 (5). 108, καὶ μεταγεν. ποιηταῖς˙ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 3. 52, 53. (Ἴδε σφεῖς, οὗ).