ἄοκνος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοκνος Medium diacritics: ἄοκνος Low diacritics: άοκνος Capitals: ΑΟΚΝΟΣ
Transliteration A: áoknos Transliteration B: aoknos Transliteration C: aoknos Beta Code: a)/oknos

English (LSJ)

ον,

   A without hesitation, resolute, ἀνήρ Hes.Op.495; φύλακα τροφῆς ἄοκνον S.Aj.563; ἄ. πρὸς μελλητάς Th.1.70; ἕψομαί γ' ἀ. Cleanth.Stoic.1.118; πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρήσεις Epicur.Ep.3p.64U.; πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3; ἄ. βλάβη pressing, present mischief, S.Tr.841. Adv. -νως without hesitation, Hp. Art.38, Pl.Lg.649b, Orib.Syn.Praef.: Sup. -ότατα X.Cyr.1.4.2.

German (Pape)

[Seite 272] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; βλάβη Tr. 839, nach Schol. ἀμέλλητος; im Ggstz von μελλητής Thuc. 1, 70; προθυμία ἀοκνοτάτη 1, 74; δύναμις, στρατηγός, Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοκνος: -ον, ὁ ἄνευ δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, ἐνεργός, φιλεργός, ἔνθα κ’ ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· φύλαξ Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· πρός τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, ὅστις μετὰ τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνος, μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. -νως, ἄνευ ὄκνου, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως ὁτιοῦν Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.