στεῖρος

From LSJ
Revision as of 19:22, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεῖρος Medium diacritics: στεῖρος Low diacritics: στείρος Capitals: ΣΤΕΙΡΟΣ
Transliteration A: steîros Transliteration B: steiros Transliteration C: steiros Beta Code: stei=ros

English (LSJ)

ον E.Andr.711,

   A barren, of females, ἣ στεῖρος (v.l. for στερρὸς (B)) οὖσα μόσχος E. l.c.; εὐνούχους στείρους Man.1.125.

German (Pape)

[Seite 933] (στεῤῥός, eigtl. starr, steif, vgl. στέριφος), bei Eur. Andr. 712 auch 2 Endgn, hart, vom unergiebigen Erdboden, auch von Menschen u. Thieren, unfruchtbar, Hom. nur im tom., στεῖραν βοῦν ῥέξειν, Od. 10, 522. 11, 30, vgl. 20, 186, der abweichende Accent zu bemerken, 86. auch nur im fem., von unfruchtbaren Frauen.

Greek (Liddell-Scott)

στεῖρος: ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ στέριφος ΙΙ, στεῖρος, ἄγονος, Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ στεῖρος οὖσα μόσχος Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. στεῖρα, ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
adj. f. c. στεῖρα;
adj. m. eunuque.
Étymologie: p. *στέρjος, cf. lat. sterilis.