ἀφρόντιστος
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ον,
A thoughtless, heedless, X.Smp. 6.6; Ἔρως Theoc.10.20; ἐς τὸ ἀ. ἐπαίρεσθαι D.C.47.11. Adv. -τως without taking thought, inconsiderately, S.Tr.366, Timo 67.3; ἀ. ἔχειν to be heedless, X.Cyr.1.6.42; πρὸς τὸ μέλλον Plb.3.79.2; euphem. for ἄφρων εἶναι, S.Aj.355. 2 without causing anxiety, Ruf. ap. Orib.45.30.20. II Pass., unthought of, unexpected, ἐμοὶ δ' ἀγὼν ὅδ' οὐκ ἀ. . . ἦλθε A.Ag.1377.
German (Pape)
[Seite 415] 1) sorglos, unbekümmert, Xen. Symp. 6, 6; τινός, um etwas, Plut.; ἀφροντίστως ἔχειν Xen. Cyr. 1, 6, 42. – 2) unvorhergesehen, Aesch. Ag. 1350. – 3) wahnsinnig, ἔρως Theocr. 10, 20; ὡς ἀφροντίστως ἔχει, er ist seiner Sinne nicht mächtig, Soph. Ai. 348.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρόντιστος: -ον, ὁ μὴ φροντίζων, ἄφροντις, ἀμέριμνος, ἀδιάφορος, Λατ. securus, Ξεν. Συμπ. 6, 6· ἔρως Θεόκρ. 10. 20· ― μετὰ γεν., τοῦ καλοῦ Πολύβ. 38. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -τως Σοφ. Τρ. 366 Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 1· ἀφρ. ἔχειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42· ἀλλ’ ὡσαύτως, κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ ἄφρων εἶναι Σοφ. Αἴ. 355. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ δὲν ἐσκέφθη τις, ἀπροσδόκητος, ἐμοὶ δ’ ἀγὼν ὅδ’ οὐκ ἀφρ… ἦλθε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1377.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont on ne se préoccupe pas, inattendu;
2 libre de soucis.
Étymologie: ἀ, φροντίζω.