μυσάττομαι

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠσάττομαι Medium diacritics: μυσάττομαι Low diacritics: μυσάττομαι Capitals: ΜΥΣΑΤΤΟΜΑΙ
Transliteration A: mysáttomai Transliteration B: mysattomai Transliteration C: mysattomai Beta Code: musa/ttomai

English (LSJ)

fut.

   A μυσαχθήσομαι Luc.DMeretr.11.3: aor. ἐμυσάχθην E.Med.1149, Luc.Somn.8: also aor. 1 part. Med. μυσαξάμενος Ph.2.301: (μύσος):—feel disgust at, loathe, c. acc., Hp.Morb.2.48, E.l.c., X.Cyr.1.3.5; ὡς ἐπὶ τέρατι Luc.Prom.Es4.

German (Pape)

[Seite 222] dep. pass., Abscheu u. Ekel wie vor etwas Unreinem empfinden, übh. verabscheuen, VLL. erkl. δυσχεραίνειν, ἀποστρέφεσθαι; παίδων μυσαχθεῖσ' εἰσόδους, Eur. Med. 1149; Xen. Cyr. 1, 3, 5; τὴν ἀηδίαν μυσαχθείς, Luc. bis acc. 21; μυσαχθήσόμενος, D. Mer. 11, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μῠσάττομαι: μέλλ. μυσαχθήσομαι Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 11. 3· ἀόρ. ἐμυσάχθην Θεμίστ. 19, ὑποτ. μυσαχθῇς Λουκ. Ἐνύπν. 8, μετοχ. μυσαχθεὶς Εὐρ. Μήδ. 1149, Λουκ. Δὶς Κατ. 21: ἀποθ.: (μύσος). Βδελύττομαι, ἀποστρέφομαι, σικχαίνομαι, μετ’ αἰτιατ., Ἱππ. 477. 25, Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 5· ἐπί τινι Λουκ. Προμ. 4. - Τὸ ἐνεργ. μυσάττω μόνον παρ’ Ἡσύχ., παρὰ δὲ Ἀκύλᾳ (Α΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 26) μυσάζω.

French (Bailly abrégé)

f. μυσαχθήσομαι, ao. ἐμυσάχθην, pf. inus.
éprouver de l’horreur ou de l’aversion : ἐπί τινι, pour qch ; τι, avoir qch en horreur.
Étymologie: μύσος.