μικρύνω
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
or σμικρ-,
A belittle, Demetr.Eloc.236. 2 make small, lessen, Dsc.Eup.1.154, Gal.18(1).77. 3 write with a short vowel, σμικρυνθέντος τοῦ ο Eust.68.1, cf. Zonar. s.v.ἔρον.
German (Pape)
[Seite 185] klein machen, verkleinern, Sp. Vgl. σμικρύνω.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρύνω: ἢ σμικρ-, [ῡ], κάμνω τι σμικρόν, ἐλαττώνω, Δημ. Φαλ. 236. 2) γράφω διὰ τοῦ ο (καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ ω), Εὐστ. 68. 1, Ζωναρ. Λεξ. 861.
French (Bailly abrégé)
1 rapetisser;
2 écrire avec un omicron.
Étymologie: μικρός.