ἄθυρμα

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄθυρμα Medium diacritics: ἄθυρμα Low diacritics: άθυρμα Capitals: ΑΘΥΡΜΑ
Transliteration A: áthyrma Transliteration B: athyrma Transliteration C: athyrma Beta Code: a)/qurma

English (LSJ)

τό, (ἀθύρω)

   A plaything, toy, Il.15.363, h.Merc.40: in pl., beautiful objects, adornments, Od. 18.323, Sapph.Supp.20a.9; delight, joy, Ἀπολλώνιον ἄ., of a choral ode, Pi.P.5.23; ἀθύρματα Μουσᾶν, i.e. songs, B.Fr.33, cf. 8.87; ἀρηΐων ἀ. pastimes of Ares, i.e. battle, 17.57; ἁβρὸν ἄ., of a pet dog, IG14.1647, cf. 12(5).677.10 (Syros):— rare in Trag. and Com., E.Fr.272, Cratin.145, Com.Adesp.839, Alcid. ap. Arist. Rh.1406a9, b13; of a court-jester, ἄ. τοῦ βασιλέως J.AJ12.4.9, cf. Philostr. V S1.8.3.

German (Pape)

[Seite 48] τό, alles, was erfreut, Spielzeug, Ergötzung, Schmuck, Hom. dreimal, Iliad. 15, 363 ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν ῥεῖα μάλ', ὡς ὅτε τις ψάμαθον παῖς ἄγχι θαλάσσης, ὅς τ' ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, ἂψ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν ἀθὐρων, Od. 15, 416 ἔνθα δἑ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυθον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί' ἄγοντες ἀθύρματα νηὶ μελαίνῃ, 18, 323 παῖδα δὲ ἃς ἀτίταλλε, δίδου δ' ἄρ ἀθὐρματα θυμῷ; – Pind. P. 5, 23 nennt Ἀπολλώνιον ἄθ. den Festreigen des Apollo; δελφῖνες, ἀθύρματα Νηρηΐδων Arion 11, Freude der Nereiden. Aehnlich Sp. D., ῥόδον ἀφροδισίων ἄθ., Zierde, Anacr. 53, 8; καλὸν ἄθ. κάτθεσαν En. ad. 125 (VI, 37), ein schönes Weihgeschenk. Die Atticisten ziehen es dem παιγνίον vor und wollen ἅθυρμα schreiben; Cratin. nannte nach Suid. so seine Komödien.

Greek (Liddell-Scott)

ἄθυρμα: τό, (ἀθύρω) = παίγνιον, παιγνίδιον, «παιγνιδάκι», Ἰλ. Ο. 363, Ὀδ. Σ. 323, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 40· ὡς τὸ ἄγαλμα, τέρψις, χαρμονή, χαρά, Ἀπολλώνιον ἄθ., περὶ τῶν Πυθικῶν ἀγώνων, Πινδ. Π. 5. 29· ἀθύρματα Μουσᾶν, ὅ ἐ. ᾄσματα, Βακχυλ. 48· ἁβρὸν ἄθ., περὶ σμικροῦ κυνός, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 626, πρβλ. 272. 10., 810. 4: - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἀποσπ. 274, Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν», 16, Κωμ. Ἀνών. ἐν Mein. 4, σ. 663, Ἀλκιδάμας παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2. καὶ 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 jeu, jouet;
2 divertissement, récréation.
Étymologie: ἀθύρω.