δόλιος
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
α, ον (ος, ον E.Alc.33, Tr.530), LXXPs.51(52).6, etc. (lyr.): —
A crafty, deceitful, treacherous, in Od. always of things, ἔπεα, τέχνη, 9.282, 4.455; ὁππότε . . δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν the treacherous circle, i. e. the net, 4.792; μῆνις A.Ag.155 (lyr.); of persons, Pi.P.2.82, etc.; δόλιον ὄμμ' ἔχων A.Pr.569; epith. of Aphrodite, B.16.116, E.Hel.238 (lyr.); of Hermes, S.Ph.133, Ar.Pl.1157; in later Prose, Plb.21.34.1; δ. χείλη LXX Pr.26.23; ἀνελεύθερος καὶ δ. Phld.Ir. p.60 W. Adv. -ίως Batr.93, Epigr.Gr.387.7 (Apamea), LXXJe.9.4 (3), D.L.9.35.
German (Pape)
[Seite 654] α, ον, att. auch 2 Endgn, δόλιος τέχνη Eur. Alc. 34, öfter; listig, schlau; Homer viermal, von Sachen: Odyss. 4, 792 δόλιον κύκλον, das Jägernetz oder ein Kreis, den die Personen der Jäger bilden; 4, 455 δολίης τέχνης; 4, 529 δολίην τέχνην; 9, 282 δολίοις ἐπέεσσιν; vgl. über den Accent Herodian. Scholl. Iliad. 5, 39 (der Eigenname Δολίος, das Adject. δόλιος); – Hes. Th. 160; ὄμμα Aesch. Prom. 569; πειθώ Ch. 715; Hermes, Ar. Plut. 1157; Soph. Phil. 133; Ὀδυσσεύς, ἀγυρτής, 604 O. R. 388; vgl. Ai. 47. Einzeln auch in Prosa, Xen. An. 1, 4, 7; Pol. 22, 17 u. Sp., wie δολιώτατος ἁνήρ Ios. – Adv., LXX., Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀλκ. 35, Τρῳ. 530, κτλ.· -πανοῦργος, ἀπατηλός, δόλιος, ἐν Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, π. χ. ἔπεα, τέχνη Ι. 282, Δ. 455· ὁππότε… δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, τὸ δίκτυον, Δ. 792· παρὰ μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, Πίνδ. Π. 2. 150, Αἰσχύλ. Ἀγ. 155, κτλ.· οὕτω, δόλιον ὄμμ’ ἔχων ὁ αὐτ. Πρ. 570· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Σοφ. Φ. 133, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 142, Πλ. 1158· ὡσαύτως παρὰ μεγαγεν. πεζοῖς, ὡς Ἀριστ. Ἀποσπ. 624, Πολύβ. 22. 17, 1. -Ἐπίρρ. -ίως, Βατραχομ. 93, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 387. 7, Ἑβδ.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
fourbe, rusé, trompeur ; artificieux ; adv. • δόλια, perfidement.
Étymologie: δόλος.