παγχάλκεος
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
ον,
A all-brazen, ἄορ, ῥόπαλον, Od.8.403, 11.575; of a man, οὐδ' εἰ π. εὔχεται εἶναι Il.20.102.
German (Pape)
[Seite 436] ganz ehern; Od. 8, 403; ῥόπαλον, 11, 575; übertr. von Menschen, Il. 20, 102; δέμας, Ap. Rh. 4, 1655.
Greek (Liddell-Scott)
παγχάλκεος: -ον, ὅλος χαλκοῦς, ὁλόχαλκος, ἄορ, ῥόπαλον Ὀδ. Θ. 403., Λ. 574· ἐπὶ ἀνθρώπου, οὐδ’ εἰ παγχάλκεος εὔχεται εἶναι Ἰλ. Υ. 102.