ἀμφίστημι

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίστημι Medium diacritics: ἀμφίστημι Low diacritics: αμφίστημι Capitals: ΑΜΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: amphístēmi Transliteration B: amphistēmi Transliteration C: amfistimi Beta Code: a)mfi/sthmi

English (LSJ)

   A place round: in this sense only poet. in Pass. ἀμφίσταμαι, with intr. aor. ἀμφέστην, Ep. 3pl. ἀμφέσταν, and 3pl. pf. ἀμφεστᾶσι, stand around, abs., φίλοι δ' ἀμφέσταν ἑταῖροι Il.18.233; κλαίων δ' ἀμφίσταθ' ὅμιλος 24.712: c. acc., ἀμφὶ δέ σ' ἔστησαν Od. 24.58; πεδίον ἀμφεστᾶσι πᾶν S.OC1312, cf. Aj.724: c. dat., ἀμφίσταμαι τραπέζαις El.192.    II Med., investigate, Tab.Heracl.1.125; cf. ἀμπιστατήρ.

German (Pape)

[Seite 144] (s. ἵστημι), umherstellen, Iliad. 18, 344 Od. 8, 434 ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, entw. πυρί dat. instr. = mit Feuer zu umstellen, oder obiect. = um's Feuer zu stellen, weil das Feuer zwischen den Füßen des Dreifußes brennt; in beiden Stellen folgt λοετροχόον τρίποδ' ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ; – med. u. intrans. tempp. des act. = umherstehen, κλαίων ἀμφίσταθ' ὅμιλος Il. 24, 712; vgl. 11, 733; ἀμφέσταν ἑταῖροι 18, 233; ἀμφὶ δέ σ' ἔστησαν κοῦραι Od. 24, 58; mit dat. κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστανται Soph. El. 185; mit acc. ἀμφεστᾶσι λόγχαις πεδίον O. C. 1314; ὄτοβος ἀμφίσταται, Lärm erhebt sich ringsum, 1475. – Bei Sp. auch = untersuchen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίστημι: περιίστημι: πιθανῶς ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς μόνον καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀμφίσταμαι μετὰ τοῦ ἀμεταβ. ἀορ. ἀμφέστην, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀμφέσταν, συγκεκομμ. γ΄ πληθ. προσ. τοῦ πρκμ. ἀμφεστᾶσι: - ἵσταμαι πέριξ, ἀπολ. φίλοι δ’ ἀμφέσταν ἑταῖροι Ἰλ. Σ. 233· κλαίων δ’ ἀμφίσταθ’ ὅμιλος Ω. 712· μ. αἰτ., ἀμφὶ δέ σ’ ἔστησαν (ἐν τμήσει) Ὀδ. Ω. 58· πεδίον ἀμφεστᾶσι πᾶν Σοφ. Ο. Κ. 1312, πρβλ. Αἴ. 724: μ. δοτ., ἀμφίσταμαι τραπέζαις ὁ αὐτ. Ἠλ. 192. ΙΙ. μέσ., ἀνιχνεύω, ἀνερευνῶ, Ἡρακλ. Πίν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 125· ὁ Ἡσύχ. ἔχει ἀμπιστατὴρ (οὕτως ἀναγνωστέονἐξεταστής.

French (Bailly abrégé)

seul. ao.2 et pf.
placer debout autour ; intr. se placer ou se tenir debout autour;
Moy. ἀμφίσταμαι se tenir debout devant.
Étymologie: ἀμφί, ἵστημι.