ἀνθοβολέω
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
A bestrew with flowers, χαίτην AP5.146 (Mel.); as a mark of honour, ὥσπερ ἀθλητὴν ἀ. Plu.Caes.30:—Pass., Id.Pomp.57. II put forth flowers, Gp.10.2.10.
German (Pape)
[Seite 232] Blumen werfen, mit Blumen bestreuen; pass. Plut. Pomp. 57; χαίτην Mel. 105 (V, 147).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοβολέω: ἐπικαλύπτω δι’ ἀνθέων, ὡς ἂν .. εὐπλόκαμον χαίτην ἀνθοβολῇ στέφανος Ἀνθ. Π. 5. 147: - Παθ., ἀνθοβολοῦμαι, πρὸς ἔνδειξιν τιμῆς, πολλοὶ δὲ .. ἐδέχοντο καὶ παρέπεμπον [τὸν Πομπήϊον] ἀνθοβολούμενον, βαλλόμενον δι’ ἀνθέων, Πλουτ. Πομπ. 57, Καῖσ. 30. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, φύω, ἀναδίδω ἄνθη, ἀνθοβολῶ ὡς καὶ νῦν, Γεωπ. 10. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
joncher ou couvrir de fleurs ; Pass. être couvert de fleurs lancées en signe d’admiration.
Étymologie: ἀνθόβολος.