ὄρτυξ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
ῠγος, ὁ (also ἡ, Lyc.401 : gen. ῠκος Philem.245),
A quail, Coturnix vulgaris, Epich.45, Hdt.2.77, Pl.Ly.211e, Ar.Av.707,1298, etc.; for its migratory habits, v. Arist.HA597a23,b5. II = στελεφοῦρος, Thphr.HP7.11.2. (γόρτυξ (i. e. ϝόρτυξ) · ὄρτυξ, Hsch.; cf. Skt. vártikā, vartakas.)
German (Pape)
[Seite 388] υγος, ὁ, die Wachtel; Her. 2, 77; Ar. Av. 707 Pax 768; Plat. Lys. 211 e; Xen. Mem. 2, 1, 4; vgl. Ath. IX c. 47. – Auch ein Kraut, sonst στελεφοῦρος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρτυξ: -ῠγος, ὁ, (γεν. ῠκος Φιλήμων παρὰ Χοιροβοσκ. 1. 82, πρβλ. τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλλην. ὀρτύκιον)· - ὀρτύκιον, Λατ. coturnix, Ἐπίχ. 25, Ahr., Ἡρόδ. 2. 77, Πλάτ. Λῦσ. 211Ε, κτλ.· - περὶ τῶν ἀποδημητικῶν τοῦ πτηνοῦ τούτου ἕξεων ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 6 καὶ 9· - ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 707, ὁ Μειδίας καλεῖται οὕτω διὰ τὴν ὀρτυγομανίαν του, (πρβλ. ὀρτυγοκόπος)· - θηλ. ἐν Λυκόφρ. 401. ΙΙ. βοτάνη τις, ἀλλαχοῦ στελεφοῦρος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 2. (Πρβλ. Σανσκρ. vartik-â, ûrtik-â· ἡ παρ’ Ἡσυχ. γλῶσσα: γόρτυξ, ὄρτυξ, μαρτυρεῖ ὅτι ἐν ἀρχῇ ἡ Ἑλλην. λέξις εἶχε Ϝ.)
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ) :
caille.
Étymologie: DELG véd. vartika, vartaka « caille » ; suff. -υξ que l’on retrouve dans plusieurs noms d’oiseaux.