ἀντίμισθος
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ον,
A as a reward, in compensation, μνήμην ἀντίμισθον ηὕρετ' ἐν λιταῖς A.Supp.270.
German (Pape)
[Seite 256] μνήμη, statt des Lohnes, wofür lohnend, Aesch. Suppl. 267.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίμισθος: -ον, ὁ, ἀντὶ μισθοῦ διδόμενος, ὁ ὡς ἀνταμοιβὴ διδόμενος, μνήμην ... ἀντίμισθον ηὕρετ’ ἐν λιταῖς Αἰσχύλ, Ἱκ. 270.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui rémunère, qui récompense.
Étymologie: ἀντί, μισθός.