σκώληξ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ηκος, ὁ,
A worm, esp. earthworm, ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς Il.13.654. 2 pl., grubs or larvae of insects, Ar.V.1111, Fr. 583, Nicopho 1, Thphr.HP8.10.4; ἐξ οὗ ὅλου ὅλον γίνεται τὸ ζῷον, opp. the egg (ᾠόν), Arist.HA489b8, cf. GA733a1, HA506a26, 551b2, al. 3 pl., worms in dung, in decayed matter, in trees and wood, Thphr.HP3.12.6, 5.4.4, etc. 4 metaph., οἱ κόλακές εἰσι . . οὐσίας σκώληκες Anaxil.33.1. 5 aerugo vermicularis, Dsc.5.79, Androm. ap.Gal.13.806. II thread twisted from the distaff, Epig.7. III Aeol. for κολόκυμα, Pl.Com.25, cf. Phryn.PS p.108 B., Hsch., Phot. IV worm-shaped cake, Alciphr.Fr.6. V heap of threshed corn, Hsch.
German (Pape)
[Seite 909] ηκος, ὁ, 1) der Wurm; ὥςτε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς, Il. 13, 654; vgl. Ar. Vesp. 1111; bes. der Spulwurm u. der Regenwurm, lumbricus; bei Phot. 26 a 37 der Seidenwurm. – Komisch der Faden, der vom Rocken gesponnen, gedreht wird, Epigen. bei Poll. 7, 29. – 2) nach Phryn. in B. A. 62 ἡ κωφὴ τῶν κυμάτων ἐπανάστασις τῆς θαλάσσης, von der wurmähnlichen Bewegung der Wellen; ib. 114 τὸ παυόμενον θαλάσσιον κῦμα καὶ ἀρχόμενον, aus Plat. com.; äol. = κολόκυμα. – 3) ein Haufen ausgedroschenes Getreides, ἄντλος. – 4) bei Alciphr. frg. 10 eine Art Kuchen von wurmförmiger Gestalt, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σκώληξ: -ηκος, ὁ, «σκουλῆκι», μάλιστα ὁ σκώληξ τῆς γῆς, Λατ. lumbricus, ὥστε σκώληξ ἐπὶ γαίης κεῖτο ταθεὶς Ἰλ. Ν. 654. 2) τὰ ἔμβρυα τῶν ἐντόμων, Ἀριστοφ. Σφ. 1111, Ἀποσπ. 503, Νικοφῶν ἐν «Ἀφρ.» 1· ἐξ οὗ ὅλου ὅλον γίνεται τὸ ζῷον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ᾠόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5. 3, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 1, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2 κἑξ., κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ σκωλήκων τῶν ἐν τῇ κόπρῳ, ἐν σεσηπυίαις ὕλαις, ἐν δένδροις καὶ τῷ ξύλῳ, αὐτόθι 5. 19, 3., 9. 19, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 6, κτλ. 4) ἐν ζῴοις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 10, κ. ἀλλ. 5) ὁ μεταξοσκώληξ ἢ βόμβυξ, Εὐστ. Πονημάτ. 304. 70. 6) μεταφορ., οἱ κόλακές εἰσι.. οὐσίας σκώληκες Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙ. τὸ νῆμα τὸ ἐκ τῆς ἠλακάτης («ῥόκας») ἐξελισσόμενον, Ἐπιγέν. ἐν «Ποντ.» 1. ΙΙΙ. Αἰολ. ἀντὶ κολόκυμα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 8· πρβλ. Α. Β. 62. 20, Ἡσύχ., Φώτ. IV. πλακούντιον ἔχον τὸ σχῆμα σκώληκος, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 10. V. σωρὸς ἡλωνισμένου γεννήματος, ὡσαύτως ἄντλος, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ηκος (ὁ) :
1 ver de terre, spéc. ceux qui rongent les cadavres;
2 larve d’insecte.
Étymologie: R. Σκαρ, se mouvoir çà et là ; cf. σκαίρω, σκιρτάω.