ἐμπόρευμα
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ατος, τό,
A merchandise, in pl., X.Vect.3.4, Hier.9.11. II traffic, Hsch.
German (Pape)
[Seite 816] τό, Gegenstand des Handels, Waare, Xen. Hier. 9, 11 Vect. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπόρευμα: τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ξεν. Πόροι 3. 4, Ἱέρ. 9. 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
marchandise.
Étymologie: ἐμπορεύομαι.