ἐναντίωμα
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything opposite or opposed, obstacle, hindrance, Th.4.69, D.18.308, Plu.Lys.23; ἐχθροῖς ἐναντιώματα opposition offered to them, D.18.309. 2 incompatibility, Pl. R.524e: pl., conflicting impulses, ib.603d; differences, discrepancies, πρός τι Arist.PA695a18.
German (Pape)
[Seite 827] τό, Widerstand, Hinderniß; Thuc. 4, 69; Plat. Alc. I, 103 a; πρός τι, Plut. Lys. 23; das Gegentheil, der Gegensatz, Plat. Rep. VII, 524 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντίωμα: τό, πᾶν τὸ ἐναντιούμενον, ἐμπόδιον, κώλυμα, Θουκ. 4. 69, Δημ. 328. 7· ἐχθροῖς ἐναντιώματα, ἀντίστασις ἐναντίον αὐτῶν, αὐτόθι 21· ἐν. πρός τι Πλουτ. Λύσ. 23. 2) ἀντίθεσις, ἀσυμφωνία, Πλάτ. Πολ. 524Ε, 603D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
opposition.
Étymologie: ἐναντιόομαι.