ἑλκωτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,= ἑλκωματικός, Dsc.1.128.3: metaph.,
A exasperating, δριμύτης Plu.2.854c.
German (Pape)
[Seite 800] = ἑλκωματικός, Medic.; übtr., ἑλκ. καὶ δηκτικὴ δριμύτης, von der Komödie des Aristophanes, Plut. Ar. et Men. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκωτικός: -ή, -όν, = ἑλκωματικός, Διοσκ. 1. 183· μεταφ., δριμύς, Πλούτ. 2. 854C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à ulcérer.
Étymologie: ἑλκόω.