ἐξείλλω
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
A = ἐξειλέω, disentangle, τὰ ἴχνη, of hounds at a check, X. Cyn.6.15. 2 keep forcibly from, debar from, ἐάν τις ἐξείλλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας D.37.35, cf. Sol.Oxy.221 xiv 13; αἰ δέ χ' ὑπὸ πολέμω ἐγϝηληθίωντι ( ἐξειληθῶσι) Tab.Heracl.1.152. 3 force a stone from the urethra, prob. in Gal.19.659 (ἐξιλεῶσαι 'relieve the patient', Kühn).—ἐξίλλω is a v.l.
German (Pape)
[Seite 875] s. ἐξειλέω u. vgl. ἐξίλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξείλλω: καὶ ἐξειλέω, ἐκτυλίσσω, ἀνακαλύπτω τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 15. 2) εἴργω, κωλύω τινὰ ἔκ τινος. ἐάν τις ἐξείλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας Δημ. 976 ἐν τέλει, πρβλ. ἐξούλης δίκη. 3) ἐκβάλλω λίθον ἐκ τῆς οὐρήθρας. Γαλην. 4) ἐκφεύγω, ἐκεῖθεν ἐξειλήσας ἦλθον εἰς τήν.. Χάρυβδιν Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 121. 13· ― ἐξίλλω εἶναι διάφ. γραφ., ἴδε ἐν λ. εἴλω.
French (Bailly abrégé)
chasser de, déposséder de, gén..
Étymologie: var. de ἐξίλλω ; ἐξ, εἴλλω.