ἱερόθυτος
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ον,
A devoted, offered to a god, καπνός smoke from the sacrifices, Ar.Av.1265; θάνατος death as a sacrifice for one's country or any holy cause, Pi.Fr.78; ὑποδήματα δερμάτινα ἱ. IG5(1).1390.23 (Andania, i B.C.); οἶς ἱ. SIG624.43 (ii B.C.): -θυτα, τά, sacrifices, Theopomp.Hist.76 (s. v.l.), Arist.Oec.1349b13, Plu.2.729c; of meats offered to idols, 1 Ep.Cor.10.28.
German (Pape)
[Seite 1241] Gott geopfert; ἱερ. θάνατος Pind. frg. 225 bei Plut. de glor. Ath. 7, Opfertod für's Vaterland; καπνός, Opferdampf, Ar. Av. 1265; τὰ ἱερόθυτα, Opfer, Ath. XIV, 660 c; vgl. Arist. oec. 2, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόθῠτος: -ον, ὁ καθιερωμένος εἰς θεόν, ἱερόθυτος καπνός, ὁ ἐκ τῶν θυσιῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1265· ἱερ. θάνατος, ὁ ὡς θυσία προσφερόμενος ὑπὲρ πατρίδος ἢ ὑπὲρ ἱεροῦ τίνος σκοποῦ, Πινδ. Ἀποσπ. 225· ― τὰ ἱερόθυτα, θύματα, Θεοπόμπ. Ἱστ. 79, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 offert en sacrifice aux dieux;
2 qui concerne un sacrifice.
Étymologie: ἱερός, θύω.