κατόψιος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (ὄψις)
A visible, A.R.2.543. II in sight of, opposite, γῆς τῆσδε E.Hipp.30.
German (Pape)
[Seite 1406] vor Augen liegend, sichtbar, Ap. Rh. 2, 543. Aber γῆς τῆσδε κατόψιον πέτραν ist = vor Augen, gegenüberliegend, Eur. Hipp. 30.
Greek (Liddell-Scott)
κατόψιος: -ον, (ὄψις) ὁρατός, πᾶσαι αἱ κέλευθοι κατόψιοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 545. ΙΙ. ἐνώπιον, ἀπέναντι, τίνος Εὐρ. Ἱππ. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a vue sur, qui est en face de, gén..
Étymologie: κατόψομαι.