μονόπους
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
Ion. μουνό-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος,
A one-footed, AP9.233 (Eryc.), Man.1.137; μ. τράπεζα Poll.10.69.
German (Pape)
[Seite 204] πουν, gen. ποδος, einfüßig, τράπεζα, Poll. 10, 69; in ion. Form μουνόπους, Maneth. 1, 137; Eryc. 9 (IX, 233).
Greek (Liddell-Scott)
μονόπους: Ἰων. μουν-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ἕνα μόνον πόδα, Ἀνθ. Π. 9. 233, κτλ.· μ. τράπεζα (τὸ monopodium τοῦ Πλιν.) Πολυδ., Ι΄, 69· ἴδε μονοπόδιον.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
qui n’a qu’un pied (table, etc.).
Étymologie: μόνος, πούς.