οἰκίζω

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκίζω Medium diacritics: οἰκίζω Low diacritics: οικίζω Capitals: ΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: oikízō Transliteration B: oikizō Transliteration C: oikizo Beta Code: oi)ki/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ Th.1.100, 6.23 : aor. ᾤκισα ; Ion. οἴκισα Hdt.5.42 ; poet. ᾤκισσα Pi.I.8(7).22: pf. ᾤκικα (συν-) Str.12.3.10 : plpf. ᾠκίκειν App.Hisp.100, BC2.26 :—Med., fut. οἰκιοῦμαι E.Heracl.46 (corrupt in X.HG1.6.32): aor. ᾠκισάμην (κατ-) Th.2.102, Isoc.19.23 :—Pass., fut. οἰκισθήσομαι D.5.10, App. BC2.139 : aor. ᾠκίσθην Th.6.5, Pl.Ti.72d : pf. ᾤκισμαι E.Hec.2 ; Ion. οἴ. Hdt.4.12 (as v. l.):    I c. acc.rei, found as a colony or new settlement, Ar.Av.172, Th.6.4, etc. ; ἀπ' ἄλλης πόλεος οἰ. πόλιν E.Fr.360.11 codd. (leg. -ήσῃ) :—Pass., Pl.R.403b, X.An.5.3.7 ; πόλις οἴκισται ἐν . . v.l. in Hdt.4.12, cf. 2.44.    2 people with new settlers, colonize, χῶρον, χώρην, Id.5.42, 7.143 ; νήσους v. l. in Th.1.8: c. gen. pers., τὴν πόλιν . . ξυμμείκτων ἀνθρώπων οἰκίσας having colonized it with . . . Id.6.4:—Med., ὅπου γῆς πύργον οἰκιούμεθα we shall make ourselves a fenced home, E.Heracl.46, cf. Tr.435.    II c. acc. pers., settle, plant as a colonist or inhabitant, Pi. l.c.; remove, transplant, ἐς ἄλλα δώματα, εἰς τήνδε χθόνα, E.IA670,IT30 : metaph., τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε brought him from high to low estate, Id.Heracl.613 (lyr.) :— Pass., settle as a colonist, fix one's habitation in a place, Τυδεὺς . . ἐν Ἄργει ξεῖνος ὢν οἰκίζεται S.Fr.799.4, cf. E.Hec.2, Pl.Phd.114c, etc.    III intr., = οἰκέω, Herod.3.12, Hsch. ; οἰκίδδειν· καθῆσθαι, Id. (οἰκιδεῖν cod.).

German (Pape)

[Seite 301] ein Haus bauen, gründen; Αἰγύπτῳ ᾤκισεν ἄστη, Pind. N. 10, 5; τὰν παρὰ Δίρκᾳ πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα, I. 7, 20; πόλιν, Ar. Av. 172; ἵν' ᾅδης ᾤκισται, Eur. Hec. 2; ὡς πάραυλον οἰκίσῃς, Soph. O. C. 781; von Menschen, sie ansiedeln, ἦ πού μ' ἐς ἄλλα δώματ' οἰκίζεις, Eur. I. A. 670; Ion 915; ἐς χθόνα, I. T. 30; er braucht auch das med., ὅπη γῆς πύργον οἰκιούμεθα, Heracl. 46, für uns; – χώρην, Her. 7, 143; νῆσον, Thuc. 1, 98; πόλιν, Plat. Rep. V, 470 e u. öfter; περὶ τὴν ᾠκισμένην αὐτῷ πόλιν, Legg. VI, 769 e; med., sich ansiedeln, wohnen, Conv. 195 c; ἐπὶ τῆς γῆς οἰκιζόμενοι, Phaed. 114 c; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκίζω: μέλλ. Ἀττ. οἰκιῶ Θουκ. 1. 100., 6. 23· -ἀόρ. ᾤκισα, Ἰων. οἴκισα Ἡρόδ. 5. 42, ποιητ. ᾤκισσα Πινδ. Ι. 8. 20· -πρκμ. ᾤκικα (συν-) Στράβ. 544· ὑπερσ. ᾠκίκειν Ἀππ. Ἰβηρ. 100, Ἐμφυλ. 2. 26. - Μέσ., μέλλ. οἰκιοῦμαι Εὐρ. (ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 32, οἰκήσεται φαίνεται ἀναγκαῖον)· - ἀόρ. ᾠκισάμην (κατ-) Ἰσοκρ. - Παθ., μέλλ. οἰκισθήσομαι Δημ. 59. 14, Ἀππ.· ἀόρ. ᾠκίσθην Θουκ., Πλάτ.: πρκμ. ᾤκισμαι Εὐρ. Ἑκ. 2, Ἰων. οἴκ- Ἡρόδ. 4. 12. - πρβλ. ἀν-, εἰσ-, ἐν-, κατ-, συνοικίζω· Ι. μετ’ αἰτ. πράγματ., ἱδρύω ὡς ἀποικίαν ἢ νέον συνοικισμόν, πόλιν Ἡρόδ. 1. 57., 6. 33 (κοινῶς οἴκησαν, πρβλ. 7. 170), Ἀριστοφ. Ὄρν. 172, Θουκ. 6. 4, κτλ.· ὡσαύτως, οἰκ. ἀπ’ ἄλλης οἴκισται ἐν.. Ἡρόδ. 4. 12, πρβλ. 2. 44. 2) κατοικίζω διὰ νέων ἐποίκων, χῶρον, χώρην ὁ αὐτ. 5. 42., 7. 143· νήσους Θουκ. 1. 8 (κοινῶς φέρεται ᾤκησαν)· μετὰ γεν. προσ., τὴν πόλιν.. ξυμμίκτων ἀνθρώπων οἰκίσας ὁ αὐτ. 6. 4· - Μέσ., ὄπῃ γῆς πύργον οἰκιούμεθα, εἰς ποῖον μέρος γῆς νὰ εὕρωμεν ἀσφαλῆ κατοικίαν, Εὐρ. Ἡρακλ. 46, πρβλ. Τρῳ. 435. - Παθ., Πλάτ. Πολ. 403Β, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 7. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, καθιστῶ, ἐγκαθιστῶ, ὃ τὰν μὲν παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα Πινδ. Ι. 8 (7). 43, πρβλ. Ἕρμαν. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 92· μεταφέρω, ἐς ἄλλα δώματα, εἰς τήνδε χθόνα Εὐρ. Ι.Α. 670, Ι. Τ. 30· μεταφ., τὸν μὲν ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισεν, κατεβίβασεν ἐκ τοῦ ὕψους εἰς τὰ χαμηλά, Εὐρ. Ἡρακλ. 613. - Παθ., ἐγκαθίσταμαι εἴς τι μέρος, ὑπάγω που καὶ κατοικῶ, Τυδεὺς ἐν Ἄργει ξεῖνος ὢν οἰκίζεται Σοφ. Ἀποσπ. 153, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 2, Πλάτ. Φαίδων 114C, κτλ. ΙΙΙ. = οἰκῶ, κατοικῶ, ὅκου περ οἰκίζουσιν οἵ τε προὔνικοι οἱ δρηπέται τε Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 12, πρβλ Μενάνδρ. γν. μονόστ. 572 «ἦθος πανοῦργον μακρὰν οἰκίζει θεοῦ».

French (Bailly abrégé)

impf. ᾤκιζον, f. att. οἰκιῶ, ao. ᾤκισα, pf. ᾤκικα;
Pass. f. οἰκισθήσομαι, ao. ᾠκίσθην, pf. ᾤκισμαι;
I. établir dans une demeure, installer τινά, qqn;
II. établir une habitation :
1 fonder, bâtir ; Pass. être bâti;
2 coloniser;
Moy. οἰκίζομαι (f. att. οἰκιοῦμαι) s’établir, particul. comme colon ; demeurer, résider.
Étymologie: οἶκος.