ὀξυκάρδιος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ον,
A = ὀξύθυμος, A.Th.907 (lyr.), Ar.V.430.
German (Pape)
[Seite 352] = ὀξύθυμος; Aesch. Spt. 889; Ar. Vesp. 430.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠκάρδιος: -ον, = ὀξύθυμος, Αἰσχύλ. Θήβ. 907, Ἀριστοφ. Σφ. 430.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de caractère vif, irascible, emporté.
Étymologie: ὀξύς, καρδία.